τειχύδριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τειχύδριον | τὰ | τειχύδριᾰ |
γενική | τοῦ | τειχυδρίου | τῶν | τειχυδρίων |
δοτική | τῷ | τειχυδρίῳ | τοῖς | τειχυδρίοις |
αιτιατική | τὸ | τειχύδριον | τὰ | τειχύδριᾰ |
κλητική ὦ! | τειχύδριον | τειχύδριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τειχυδρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τειχυδρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τειχύδριον < τεῖχος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατειχύδριον ουδέτερο
- υποκοριστικό του τεῖχος
- Ἡ δὲ Κόνωνος καὶ ἄλλαι περὶ αὐτὸν ἑπτὰ πλήρεις ἀνήχθησαν ἁθρόαι καὶ ἡ Πάραλος, τὰς δ’ ἄλλας πάσας Λύσανδρος ἔλαβε πρὸς τῇ γῇ. τοὺς δὲ πλείστους ἄνδρας ἐν τῇ γῇ συνέλεξεν· οἱ δὲ καὶ ἔφυγον εἰς τὰ τειχύδρια. (Ξενοφών, Ελληνικά, 2, 1, 28-29)