muro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- muro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muro | muroj |
αιτιατική | muron | murojn |
muro (eo)
- ο τοίχος
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
muro | muri |
muro (it)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuro (es)