rampart
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrampart (en)
- φυσικό ή τεχνητό προτείχισμα
- προστατευτικός φράχτης
- αυτό που παρέχει προφύλαξη από απειλή ή εισβολή
- (συνήθως στον πληθυντικό) απότομη όχθη ποταμού ή χαράδρα
Ρήμα
επεξεργασίαrampart (en)