Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fraise fraises

fraise (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) η φράουλα
  2. (οικείο) το μούτρο, το πρόσωπο
  3. (οικείο) το αγγείωμα