συλληφθέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασυλληφθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συλληφθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασυλληφθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συλληφθείς