συλληφθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.liˈfθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λη‐φθείς
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συλληφθείς & συλληφθέντας |
η | συλληφθείσα | το | συλληφθέν |
γενική | του | συλληφθέντος & συλληφθέντα |
της | συλληφθείσας & συλληφθείσης* |
του | συλληφθέντος |
αιτιατική | τον | συλληφθέντα | τη | συλληφθείσα | το | συλληφθέν |
κλητική | συλληφθείς & συλληφθέντα |
συλληφθείσα | συλληφθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συλληφθέντες | οι | συλληφθείσες | τα | συλληφθέντα |
γενική | των | συλληφθέντων | των | συλληφθεισών | των | συλληφθέντων |
αιτιατική | τους | συλληφθέντες | τις | συλληφθείσες | τα | συλληφθέντα |
κλητική | συλληφθέντες | συλληφθείσες | συλληφθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- συλληφθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλληφθείς, μετοχή παθητικού αορίστου (συνελήφθην) του ρήματος συλλαμβάνω. Πρόθημα (συν-) συλ-
Μετοχή επεξεργασία
συλληφθείς,-είσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (συλλήφθηκα) του ρήματος συλλαμβάνω: που έχει συλληφθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- συλληφθείς: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συλληφθείς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
συλληφθείς, -εῖσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (συνελήφθην) του ρήματος συλλαμβάνω