→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλήπτωρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλλήπτωρ, -ορος αρσενικό (θηλυκό συλλήπτρια & συλλήπτειρα)

  • βοηθός, συνεργός
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 218d
    ἐμοὶ μὲν γὰρ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσθαι, τούτου δὲ οἶμαί μοι συλλήπτορα οὐδένα κυριώτερον εἶναι σοῦ.
    Γιατί η πρώτη προτεραιότητα για μένα είναι να γίνω όσο γίνεται τελειότερος· και πιστεύω ότι σ᾽ αυτή μου την επιδίωξη δεν μπορεί κανένας άλλος να με συμπαρασταθεί αποτελεσματικότερα από σένα.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 95
    σὺ γάρ μοι τοῦδε συλλήπτωρ πόνου
    είσ᾽ εσύ ο βοηθός μου στο έργο τούτο
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία