σημαίνομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σημαίνω, με διαφορετική σημασία
ΡήμαΕπεξεργασία
σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα και με άλλη σημασία, η μετοχή σεσημασμένος
- καταγράφεται σήμανση, σημάδι
- σημάνθηκε στο χάρτη η θέση του ναυαγίου
- η παραλία σημάνθηκε με γαλάζια σημαία
ΚλίσηΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σημαίνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημαίνομαι