Ετυμολογία

επεξεργασία
σημαίνον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεργητικού ενεστώτα του σημαίνω: αυτό που σημαίνει κάτι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σημαίνον ουδέτερο

το σημαίνον σε συνδυασμό με το σημαινόμενο απαρτίζουν το γλωσσικό σημείο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία