σημαίνων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαίνων < αρχαία ελληνική σημαίνων
ΜετοχήΕπεξεργασία
σημαίνων -ουσα -ον
- ο κ. Χ, ένας σημαίνων παράγοντας του υπουργείου Εξωτερικών
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαίνων < σημαίνω
ΜετοχήΕπεξεργασία
σημαίνων αρσενικό, (θηλυκό σημαίνουσα, ουδέτερο σημαῖνον)
- → δείτε τη λέξη σημαίνω