influent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | influent | influents |
θηλυκό | influente | influentes |
Επίθετο
επεξεργασίαinfluent (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη influer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | influent | influents |
θηλυκό | influente | influentes |
influent (fr)