σημασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημασμένος < σπάνια μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σημαίνω
Μετοχή
επεξεργασίασημασμένος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει σημανθεί, μαρκαρισμένος
- οι σημασμένοι σκύλοι έχουν καταγραφεί από το Δήμο
Σημειώσεις
επεξεργασία- σπάνιος τύπος μετοχής με χρήση σε λόγο που αφορά την γενετική, την βιοχημεία, την οδοσήμανση και την πληροφορική
- συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου)