↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημασμένος η σημασμένη το σημασμένο
      γενική του σημασμένου της σημασμένης του σημασμένου
    αιτιατική τον σημασμένο τη σημασμένη το σημασμένο
     κλητική σημασμένε σημασμένη σημασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημασμένοι οι σημασμένες τα σημασμένα
      γενική των σημασμένων των σημασμένων των σημασμένων
    αιτιατική τους σημασμένους τις σημασμένες τα σημασμένα
     κλητική σημασμένοι σημασμένες σημασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σημασμένος < σπάνια μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σημαίνω

σημασμένος, -η, -ο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • σπάνιος τύπος μετοχής με χρήση σε λόγο που αφορά την γενετική, την βιοχημεία, την οδοσήμανση και την πληροφορική
  • συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία