προσημαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσημαίνω < αρχαία ελληνική προσημαίνω < πρό + σημαίνω < σῆμα
Ρήμα
επεξεργασίαπροσημαίνω (παθητική φωνή: προσημαίνομαι)
- (λόγιο) σημαίνω / βάζω ιδιαίτερο διακριτικό σημάδι εκ των προτέρων
- (φιλολογία) φανερώνω σημάδια ή ενδείξεις για την εξέλιξη, για το μέλλον
Συγγενικά
επεξεργασία- προσήμανση
- προσημασμένος
- → δείτε τις λέξεις προ, σημαίνω και σήμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσημαίνω | προσήμαινα | θα προσημαίνω | να προσημαίνω | προσημαίνοντας | |
β' ενικ. | προσημαίνεις | προσήμαινες | θα προσημαίνεις | να προσημαίνεις | προσήμαινε | |
γ' ενικ. | προσημαίνει | προσήμαινε | θα προσημαίνει | να προσημαίνει | ||
α' πληθ. | προσημαίνουμε | προσημαίναμε | θα προσημαίνουμε | να προσημαίνουμε | ||
β' πληθ. | προσημαίνετε | προσημαίνατε | θα προσημαίνετε | να προσημαίνετε | προσημαίνετε | |
γ' πληθ. | προσημαίνουν(ε) | προσήμαιναν προσημαίναν(ε) |
θα προσημαίνουν(ε) | να προσημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσήμανα | θα προσημάνω | να προσημάνω | προσημάνει | ||
β' ενικ. | προσήμανες | θα προσημάνεις | να προσημάνεις | προσήμανε | ||
γ' ενικ. | προσήμανε | θα προσημάνει | να προσημάνει | |||
α' πληθ. | προσημάναμε | θα προσημάνουμε | να προσημάνουμε | |||
β' πληθ. | προσημάνατε | θα προσημάνετε | να προσημάνετε | προσημάνετε | ||
γ' πληθ. | προσήμαναν προσημάναν(ε) |
θα προσημάνουν(ε) | να προσημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσημάνει | είχα προσημάνει | θα έχω προσημάνει | να έχω προσημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις προσημάνει | είχες προσημάνει | θα έχεις προσημάνει | να έχεις προσημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει προσημάνει | είχε προσημάνει | θα έχει προσημάνει | να έχει προσημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσημάνει | είχαμε προσημάνει | θα έχουμε προσημάνει | να έχουμε προσημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε προσημάνει | είχατε προσημάνει | θα έχετε προσημάνει | να έχετε προσημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσημάνει | είχαν προσημάνει | θα έχουν προσημάνει | να έχουν προσημάνει |
|