κατασημαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασημαίνω < αρχαία ελληνική κατασημαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική designate)
Ρήμα
επεξεργασίακατασημαίνω
- (γλωσσολογία, ορολογία) δημιουργώ / επιλέγω / υιοθετώ την κατασήμανση μιας έννοιας
- ⮡ Η έννοια "εκθέτης στον οποίο όταν υψωθεί το 10 δίνει έναν ορισμένο θετικό αριθμό" κατασημάνθηκε με τον όρο δεκαδικός λογάριθμος (του συγκεκριμένου θετικού αριθμού). Το "θετικό πρόσημο" ενός αριθμού έχει κατασημανθεί με το σύμβολο "+".
- (γλωσσολογία, ορολογία) είμαι η κατασήμανση μιας έννοιας
- ⮡ Ο όρος δεκαδικός λογάριθμος κατασημαίνει την έννοια "εκθέτης στον οποίο όταν υψωθεί το 10 δίνει έναν ορισμένο θετικό αριθμό". Το σύμβολο "+" κατασημαίνει την έννοια "θετικό πρόσημο".
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασημαίνω | κατασήμαινα | θα κατασημαίνω | να κατασημαίνω | κατασημαίνοντας | |
β' ενικ. | κατασημαίνεις | κατασήμαινες | θα κατασημαίνεις | να κατασημαίνεις | κατασήμαινε | |
γ' ενικ. | κατασημαίνει | κατασήμαινε | θα κατασημαίνει | να κατασημαίνει | ||
α' πληθ. | κατασημαίνουμε | κατασημαίναμε | θα κατασημαίνουμε | να κατασημαίνουμε | ||
β' πληθ. | κατασημαίνετε | κατασημαίνατε | θα κατασημαίνετε | να κατασημαίνετε | κατασημαίνετε | |
γ' πληθ. | κατασημαίνουν(ε) | κατασήμαιναν κατασημαίναν(ε) |
θα κατασημαίνουν(ε) | να κατασημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασήμανα | θα κατασημάνω | να κατασημάνω | κατασημάνει | ||
β' ενικ. | κατασήμανες | θα κατασημάνεις | να κατασημάνεις | κατασήμανε | ||
γ' ενικ. | κατασήμανε | θα κατασημάνει | να κατασημάνει | |||
α' πληθ. | κατασημάναμε | θα κατασημάνουμε | να κατασημάνουμε | |||
β' πληθ. | κατασημάνατε | θα κατασημάνετε | να κατασημάνετε | κατασημάντε | ||
γ' πληθ. | κατασήμαναν κατασημάναν(ε) |
θα κατασημάνουν(ε) | να κατασημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασημάνει | είχα κατασημάνει | θα έχω κατασημάνει | να έχω κατασημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασημάνει | είχες κατασημάνει | θα έχεις κατασημάνει | να έχεις κατασημάνει | έχε κατασημασμένο | |
γ' ενικ. | έχει κατασημάνει | είχε κατασημάνει | θα έχει κατασημάνει | να έχει κατασημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασημάνει | είχαμε κατασημάνει | θα έχουμε κατασημάνει | να έχουμε κατασημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασημάνει | είχατε κατασημάνει | θα έχετε κατασημάνει | να έχετε κατασημάνει | έχετε κατασημασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατασημάνει | είχαν κατασημάνει | θα έχουν κατασημάνει | να έχουν κατασημάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασημασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασημασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασημασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασημασμένο |