καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντιστοίχησις αἱ ἀντιστοιχήσεις
      γενική τῆς ἀντιστοιχήσεως τῶν ἀντιστοιχήσεων
      δοτική τῇ ἀντιστοιχήσει ταῖς ἀντιστοιχήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀντιστοίχησιν τὰς ἀντιστοιχήσεις
     κλητική ! ἀντιστοίχησι ἀντιστοιχήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιστοίχησις < αρχαία ελληνική ἀντιστοιχῶ < ἀντί + στοιχῶ, στοιχη- + -σις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική registre). Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1856 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀντιστοίχησις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 109, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου