αντίστοιχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααντίστοιχα < αντίστοιχ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdi.sti.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐αντί‐στοι‐χα
Επίρρημα
επεξεργασίααντίστοιχα
- με αντίστοιχο, παρόμοιο ή ανάλογο τρόπο
- ⮡ Η πρόοδος της επιστήμης έχει αντίστοιχα ως αποτέλεσμα και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
- ⮡ Ο άνεμος έρχεται σήμερα από την ανατολή ή τη δύση. Άρα θα έχουμε ανατολικό ή δυτικό άνεμα αντίστοιχα.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντίστοιχα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντίστοιχα
- πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αντίστοιχο) του αντίστοιχος