Ετυμολογία

επεξεργασία
respectively < respective + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

respectively (en)

  • αντίστοιχα, αντιστοίχως, με την ίδια σειρά με τα άτομα ή τα πράγματα που έχουν ήδη αναφερθεί
    ⮡  The first and second prizes were given to Paul and Mary respectively.
    Το α' και β' βραβείο δόθηκαν στον Παύλο και την Μαίρη αντίστοιχα/αντιστοίχως.