Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

respective < respect + -ive

  Επίθετο επεξεργασία

respective (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αντίστοιχος, που ανήκουν ή σχετίζονται χωριστά με καθένα από τα άτομα ή τα πράγματα που έχουν ήδη αναφερθεί
    according to our respective abilities - σύμφωνα με τις αντίστοιχες ικανότητές μας

  Πηγές επεξεργασία