αντιστοίχως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιστοίχως < αρχαία ελληνική ἀντιστοίχως
Επίρρημα επεξεργασία
αντιστοίχως
- (λόγιο) άλλη μορφή του αντίστοιχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιστοίχως
|
Δείτε επίσης : ἀντιστοίχως, αντίστοιχος, ἀντίστοιχος |
αντιστοίχως
|