στοιχειό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στοιχειό | τα | στοιχειά |
γενική | του | στοιχειού | των | στοιχειών |
αιτιατική | το | στοιχειό | τα | στοιχειά |
κλητική | στοιχειό | στοιχειά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στοιχειό < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον (παρόμοια σημασία) < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοιχειό ουδέτερο
- (λαογραφία) φάντασμα, πνεύμα ή άλλο υπερφυσικό ον
- ※ Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)
Συγγενικά
επεξεργασία- στοιχειωμένος
- στοιχειώνω
- → δείτε τη λέξη στοιχείο