στοιχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στοιχεῖον | στοιχείω | στοιχεῖα |
Γενική | στοιχείου | στοιχείοιν | στοιχείων |
Δοτική | στοιχείῳ | στοιχείοιν | στοιχείοις |
Αιτιατική | στοιχεῖον | στοιχείω | στοιχεῖα |
Κλητική | στοιχεῖον | στοιχείω | στοιχεῖα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
στοιχεῖον < στοῖχος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στοιχεῖον ουδέτερο