στοιχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στοιχεῖον | τὰ | στοιχεῖᾰ |
γενική | τοῦ | στοιχείου | τῶν | στοιχείων |
δοτική | τῷ | στοιχείῳ | τοῖς | στοιχείοις |
αιτιατική | τὸ | στοιχεῖον | τὰ | στοιχεῖᾰ |
κλητική ὦ! | στοιχεῖον | στοιχεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοιχείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στοιχείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστοιχεῖον ουδέτερο
- η σκιά στο ηλιακό ρολόι
- σημείο ή τμήμα μιας γραμμής ή σειράς, στοιχείο
- (συνήθως στον πληθυντικό) ο στοιχειώδης ήχος, ο φθόγγος σε αντιδιαστολή με το γράμμα
- (στις φυσικές επιστήμες) τα βασικά μέρη που αποτελούν τα υλικά σώματα
- οι βασικές έννοιες και αρχές, αξιώματα των επιστημών
- → δείτε στον πληθυντικό Στοιχεῖα (τίτλος έργου του Ευκλείδη)
Πηγές
επεξεργασία- στοιχεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στοιχεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.