Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοιχειωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στοιχειωμέν
ος
η
στοιχειωμέν
η
το
στοιχειωμέν
ο
γενική
του
στοιχειωμέν
ου
της
στοιχειωμέν
ης
του
στοιχειωμέν
ου
αιτιατική
τον
στοιχειωμέν
ο
τη
στοιχειωμέν
η
το
στοιχειωμέν
ο
κλητική
στοιχειωμέν
ε
στοιχειωμέν
η
στοιχειωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στοιχειωμέν
οι
οι
στοιχειωμέν
ες
τα
στοιχειωμέν
α
γενική
των
στοιχειωμέν
ων
των
στοιχειωμέν
ων
των
στοιχειωμέν
ων
αιτιατική
τους
στοιχειωμέν
ους
τις
στοιχειωμέν
ες
τα
στοιχειωμέν
α
κλητική
στοιχειωμέν
οι
στοιχειωμέν
ες
στοιχειωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοιχειωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
στοιχειώνω
Μετοχή
επεξεργασία
στοιχειωμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
στοιχειώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοιχειωμένος
αγγλικά
:
haunted
(en)
γαλλικά
:
hanté
(fr)