στοιχειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοιχειώνω < στοιχειό
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστοιχειώνω, πρτ.: στοίχειωνα, στ.μέλλ.: θα στοιχειώσω, αόρ.: στοίχειωσα, μτχ.π.π.: στοιχειωμένος
- για φάντασμα (πνεύμα, στοιχειό) που κατοικεί σε ένα μέρος
- (μεταφορικά) γίνομαι σε κάποιον έμμονη ιδέα
- τον στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από το χαμένο έρωτά του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στοιχειώνω | στοιχέιωνα | θα στοιχειώνω | να στοιχειώνω | στοιχειώνοντας | |
β' ενικ. | στοιχειώνεις | στοιχέιωνες | θα στοιχειώνεις | να στοιχειώνεις | στοίχειωνε | |
γ' ενικ. | στοιχειώνει | στοιχέιωνε | θα στοιχειώνει | να στοιχειώνει | ||
α' πληθ. | στοιχειώνουμε | στοιχειώναμε | θα στοιχειώνουμε | να στοιχειώνουμε | ||
β' πληθ. | στοιχειώνετε | στοιχειώνατε | θα στοιχειώνετε | να στοιχειώνετε | στοιχειώνετε | |
γ' πληθ. | στοιχειώνουν(ε) | στοιχέιωναν στοιχειώναν(ε) |
θα στοιχειώνουν(ε) | να στοιχειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στοιχέιωσα | θα στοιχειώσω | να στοιχειώσω | στοιχειώσει | ||
β' ενικ. | στοιχέιωσες | θα στοιχειώσεις | να στοιχειώσεις | στοίχειωσε | ||
γ' ενικ. | στοιχέιωσε | θα στοιχειώσει | να στοιχειώσει | |||
α' πληθ. | στοιχειώσαμε | θα στοιχειώσουμε | να στοιχειώσουμε | |||
β' πληθ. | στοιχειώσατε | θα στοιχειώσετε | να στοιχειώσετε | στοιχειώστε | ||
γ' πληθ. | στοιχέιωσαν στοιχειώσαν(ε) |
θα στοιχειώσουν(ε) | να στοιχειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στοιχειώσει | είχα στοιχειώσει | θα έχω στοιχειώσει | να έχω στοιχειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στοιχειώσει | είχες στοιχειώσει | θα έχεις στοιχειώσει | να έχεις στοιχειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στοιχειώσει | είχε στοιχειώσει | θα έχει στοιχειώσει | να έχει στοιχειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στοιχειώσει | είχαμε στοιχειώσει | θα έχουμε στοιχειώσει | να έχουμε στοιχειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στοιχειώσει | είχατε στοιχειώσει | θα έχετε στοιχειώσει | να έχετε στοιχειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στοιχειώσει | είχαν στοιχειώσει | θα έχουν στοιχειώσει | να έχουν στοιχειώσει |
|