Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
haunt haunts

haunt (en)

ενεστώτας haunt
γ΄ ενικό ενεστώτα haunts
αόριστος haunted
παθητική μετοχή haunted
ενεργητική μετοχή haunting

haunt (en)

  1. στοιχειώνω, για φάντασμα που κατοικεί σε ένα μέρος
    ⮡  The ghost haunted the forest.
    Το στοιχειό στοίχειωσε το δάσος.
  2. στοιχειώνω, καταδιώκω, για μια ιδέα που μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό και δεν μπορώ να την ξεχάσω
    ⮡  He is haunted by the memories of his lost love.
    Τον στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από το χαμένο έρωτά του.
    ⮡  The idea that she lied to him haunts him.
    Τον καταδιώκει η ιδέα ότι του είπε ψέματα.
  3. καταδιώκω, κυνηγάω, που συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα σε κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  Bad luck is haunting him throughout his life.
    Σ' όλη του τη ζωή τον καταδιώκει η ατυχία.
    ⮡  The curse of his past haunts him.
    Τον κυνηγάει η κατάρα του παρελθόντος του.