Ετυμολογία

επεξεργασία
spectre < γαλλική spectre < λατινική spectrum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspɛktə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spectre (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
spectre < λατινική spectrum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spɛktʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spectre spectres

spectre (fr) αρσενικό

  1. το φάντασμα
  2. το φάσμα
  3. το στοιχειό

Παράγωγα

επεξεργασία