Ετυμολογία

επεξεργασία
spectroscopie < → δείτε τις λέξεις spectre και -scopie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spɛk.tʁɔs.kɔ.pi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spectroscopie spectroscopies

spectroscopie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία