spectral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαspectral (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spectral | spectraux |
θηλυκό | spectrale | spectrales |
spectral (fr)
- φασματικός
- (λόγιο) που θυμίζει ή μοιάζει με φάντασμα