↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φασματικός η φασματική το φασματικό
      γενική του φασματικού της φασματικής του φασματικού
    αιτιατική τον φασματικό τη φασματική το φασματικό
     κλητική φασματικέ φασματική φασματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φασματικοί οι φασματικές τα φασματικά
      γενική των φασματικών των φασματικών των φασματικών
    αιτιατική τους φασματικούς τις φασματικές τα φασματικά
     κλητική φασματικοί φασματικές φασματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φασματικός < φάσμα, γεν. φάσματ(ος) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spectral[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.zma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐σμα‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

φασματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία