Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετμημένη οι τετμημένες
      γενική της τετμημένης των τετμημένων
    αιτιατική την τετμημένη τις τετμημένες
     κλητική τετμημένη τετμημένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τετμημένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετμημένη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής τετμημένος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abscisse[1] < λατινικής προέλευσης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τετμημένη θηλυκό

0x είναι ο ημιάξονας των τετμημένων (στον οριζόντιο άξονα).
0y είναι ο ημιάξονας των τεταγμένων (στον κάθετο άξονα).
Το σημείο (5,2) στο καρτεσιανό διάγραμμα (και για τα δυο σημεία) λέγεται διατεταγμένο ζεύγος.
Το σημείο 5 στο (5,2) είναι η τετμημένη.
Το σημείο 2 στο (5,2) είναι η τεταγμένη.

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία

τετμημένη

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία

τετμημένη