abscissa
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαabscissa < (λόγιο δάνειο) λατινική abscissa, θηλυκό του abscissus, εννοείται η λέξη linea
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabscissa (en)
- (μαθηματικά) η τετμημένη
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαabscissa (la)