↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετμημένος η τετμημένη το τετμημένο
      γενική του τετμημένου της τετμημένης του τετμημένου
    αιτιατική τον τετμημένο την τετμημένη το τετμημένο
     κλητική τετμημένε τετμημένη τετμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετμημένοι οι τετμημένες τα τετμημένα
      γενική των τετμημένων των τετμημένων των τετμημένων
    αιτιατική τους τετμημένους τις τετμημένες τα τετμημένα
     κλητική τετμημένοι τετμημένες τετμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετμημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του μεσοπαθητικού ρήματος grc

τετμημένος, -η, -ο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέμνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τετμημένος τετμημένη τὸ τετμημένον
      γενική τοῦ τετμημένου τῆς τετμημένης τοῦ τετμημένου
      δοτική τῷ τετμημέν τῇ τετμημέν τῷ τετμημέν
    αιτιατική τὸν τετμημένον τὴν τετμημένην τὸ τετμημένον
     κλητική ! τετμημένε τετμημένη τετμημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τετμημένοι αἱ τετμημέναι τὰ τετμημέν
      γενική τῶν τετμημένων τῶν τετμημένων τῶν τετμημένων
      δοτική τοῖς τετμημένοις ταῖς τετμημέναις τοῖς τετμημένοις
    αιτιατική τοὺς τετμημένους τὰς τετμημένᾱς τὰ τετμημέν
     κλητική ! τετμημένοι τετμημέναι τετμημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τετμημένω τὼ τετμημέν τὼ τετμημένω
      γεν-δοτ τοῖν τετμημένοιν τοῖν τετμημέναιν τοῖν τετμημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετμημένος,

τετμημένος, -η, -ον