Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τέμνομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τέμνομαι
<
τέμνω
Ρήμα
επεξεργασία
τέμνομαι
υφίσταμαι κάποια
τομή
≈
συνώνυμα
:
κόβομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
τετμημένη
τετμημένος
τομή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τέμνομαι