τέμνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τέμνων | η | τέμνουσα | το | τέμνον |
γενική | του | τέμνοντος & τέμνοντα1 |
της | τέμνουσας & τεμνούσης* |
του | τέμνοντος |
αιτιατική | τον | τέμνοντα | την | τέμνουσα | το | τέμνον |
κλητική | τέμνων | τέμνουσα | τέμνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τέμνοντες | οι | τέμνουσες | τα | τέμνοντα |
γενική | των | τεμνόντων | των | τεμνουσών | των | τεμνόντων |
αιτιατική | τους | τέμνοντες | τις | τέμνουσες | τα | τέμνοντα |
κλητική | τέμνοντες | τέμνουσες | τέμνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίατέμνων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέμνων
|