αποσυντονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποσυντονίζω (παθητική φωνή: αποσυντονίζομαι)
- κάνω (κάποιον/κάτι) να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά
- χαλάω ή διαταράσσω τον όποιο συντονισμό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσυντονισμένος
- αποσυντονισμός
- αποσυντονιστής
- → δείτε τις λέξεις από, συντονίζω, συν και τόνος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυντονίζω | αποσυντόνιζα | θα αποσυντονίζω | να αποσυντονίζω | αποσυντονίζοντας | |
β' ενικ. | αποσυντονίζεις | αποσυντόνιζες | θα αποσυντονίζεις | να αποσυντονίζεις | αποσυντόνιζε | |
γ' ενικ. | αποσυντονίζει | αποσυντόνιζε | θα αποσυντονίζει | να αποσυντονίζει | ||
α' πληθ. | αποσυντονίζουμε | αποσυντονίζαμε | θα αποσυντονίζουμε | να αποσυντονίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσυντονίζετε | αποσυντονίζατε | θα αποσυντονίζετε | να αποσυντονίζετε | αποσυντονίζετε | |
γ' πληθ. | αποσυντονίζουν(ε) | αποσυντόνιζαν αποσυντονίζαν(ε) |
θα αποσυντονίζουν(ε) | να αποσυντονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυντόνισα | θα αποσυντονίσω | να αποσυντονίσω | αποσυντονίσει | ||
β' ενικ. | αποσυντόνισες | θα αποσυντονίσεις | να αποσυντονίσεις | αποσυντόνισε | ||
γ' ενικ. | αποσυντόνισε | θα αποσυντονίσει | να αποσυντονίσει | |||
α' πληθ. | αποσυντονίσαμε | θα αποσυντονίσουμε | να αποσυντονίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυντονίσατε | θα αποσυντονίσετε | να αποσυντονίσετε | αποσυντονίστε | ||
γ' πληθ. | αποσυντόνισαν αποσυντονίσαν(ε) |
θα αποσυντονίσουν(ε) | να αποσυντονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυντονίσει | είχα αποσυντονίσει | θα έχω αποσυντονίσει | να έχω αποσυντονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυντονίσει | είχες αποσυντονίσει | θα έχεις αποσυντονίσει | να έχεις αποσυντονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυντονίσει | είχε αποσυντονίσει | θα έχει αποσυντονίσει | να έχει αποσυντονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυντονίσει | είχαμε αποσυντονίσει | θα έχουμε αποσυντονίσει | να έχουμε αποσυντονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυντονίσει | είχατε αποσυντονίσει | θα έχετε αποσυντονίσει | να έχετε αποσυντονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυντονίσει | είχαν αποσυντονίσει | θα έχουν αποσυντονίσει | να έχουν αποσυντονίσει |
|