Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσυντονίζω < απο- + συντονίζω

αποσυντονίζω (παθητική φωνή: αποσυντονίζομαι)

  1. κάνω (κάποιον/κάτι) να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά
  2. χαλάω ή διαταράσσω τον όποιο συντονισμό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία