Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυντονίζω < απο- + συντονίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυντονίζω (παθητική φωνή: αποσυντονίζομαι)

  1. κάνω (κάποιον/κάτι) να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά
  2. χαλάω ή διαταράσσω τον όποιο συντονισμό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία