συντονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντονισμός < συντονίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική syntonisation
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντονισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συντονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντονισμός