Ουσιαστικό

επεξεργασία

coordination (fr)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coordination < μέση γαλλική coordination

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koʊˌɔɹdɪˈneɪʃən/
τυπογραφικός συλλαβισμός: co‐or‐di‐na‐tion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coordination coordinations

coordination (en)

  1. συντονισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντονίζω
  2. η ικανότητα συντονισμού
  3. ισοτιμία
     αντώνυμα: subordination
  4. (γραμματική) η κατά παράταξη σύνδεση όμοιων όρων ή προτάσεων