coordination
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
coordination (fr)
- o συντονισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντονίζω
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- coordination < μέση γαλλική coordination
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koʊˌɔɹdɪˈneɪʃən/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : co‐or‐di‐na‐tion
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coordination | coordinations |
coordination (en)
- συντονισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντονίζω
- η ικανότητα συντονισμού
- ισοτιμία
- (γραμματική) η κατά παράταξη σύνδεση όμοιων όρων ή προτάσεων