αποπροσανατολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπροσανατολίζω < απο- + προσανατολίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorienter)
Ρήμα
επεξεργασίααποπροσανατολίζω (παθητική φωνή: αποπροσανατολίζομαι)
- δείχνω σε κάποιον λάθος κατεύθυνση
- (μεταφορικά) στρέφω την προσοχή κάποιου σε μη ουσιώδη ζητήματα, παραπλανώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αποπροσανατολισμένος
- αποπροσανατολισμός
- αποπροσανατολιστικά
- αποπροσανατολιστικός
- → δείτε τις λέξεις από, προσανατολίζω και ανατολή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπροσανατολίζω | αποπροσανατόλιζα | θα αποπροσανατολίζω | να αποπροσανατολίζω | αποπροσανατολίζοντας | |
β' ενικ. | αποπροσανατολίζεις | αποπροσανατόλιζες | θα αποπροσανατολίζεις | να αποπροσανατολίζεις | αποπροσανατόλιζε | |
γ' ενικ. | αποπροσανατολίζει | αποπροσανατόλιζε | θα αποπροσανατολίζει | να αποπροσανατολίζει | ||
α' πληθ. | αποπροσανατολίζουμε | αποπροσανατολίζαμε | θα αποπροσανατολίζουμε | να αποπροσανατολίζουμε | ||
β' πληθ. | αποπροσανατολίζετε | αποπροσανατολίζατε | θα αποπροσανατολίζετε | να αποπροσανατολίζετε | αποπροσανατολίζετε | |
γ' πληθ. | αποπροσανατολίζουν(ε) | αποπροσανατόλιζαν αποπροσανατολίζαν(ε) |
θα αποπροσανατολίζουν(ε) | να αποπροσανατολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπροσανατόλισα | θα αποπροσανατολίσω | να αποπροσανατολίσω | αποπροσανατολίσει | ||
β' ενικ. | αποπροσανατόλισες | θα αποπροσανατολίσεις | να αποπροσανατολίσεις | αποπροσανατόλισε | ||
γ' ενικ. | αποπροσανατόλισε | θα αποπροσανατολίσει | να αποπροσανατολίσει | |||
α' πληθ. | αποπροσανατολίσαμε | θα αποπροσανατολίσουμε | να αποπροσανατολίσουμε | |||
β' πληθ. | αποπροσανατολίσατε | θα αποπροσανατολίσετε | να αποπροσανατολίσετε | αποπροσανατολίστε | ||
γ' πληθ. | αποπροσανατόλισαν αποπροσανατολίσαν(ε) |
θα αποπροσανατολίσουν(ε) | να αποπροσανατολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπροσανατολίσει | είχα αποπροσανατολίσει | θα έχω αποπροσανατολίσει | να έχω αποπροσανατολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπροσανατολίσει | είχες αποπροσανατολίσει | θα έχεις αποπροσανατολίσει | να έχεις αποπροσανατολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπροσανατολίσει | είχε αποπροσανατολίσει | θα έχει αποπροσανατολίσει | να έχει αποπροσανατολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπροσανατολίσει | είχαμε αποπροσανατολίσει | θα έχουμε αποπροσανατολίσει | να έχουμε αποπροσανατολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπροσανατολίσει | είχατε αποπροσανατολίσει | θα έχετε αποπροσανατολίσει | να έχετε αποπροσανατολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπροσανατολίσει | είχαν αποπροσανατολίσει | θα έχουν αποπροσανατολίσει | να έχουν αποπροσανατολίσει |
|