αποπροσανατολιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπροσανατολιστικός < αποπροσανατολίζ(ω) + -τικος ή εξέλιξη της μετοχής της καθαρεύουσας ἀποπροσανατολίζων
Επίθετο
επεξεργασίααποπροσανατολιστικός
- που αποπροσανατολίζει, οδηγεί επίτηδες ή κατά λάθος σε λανθασμένη κατεύθυνση, που κυριολεκτικά προσανατολίζει λαθεμένα
- Η πινακίδα ήταν τελικά αποπροσανατολιστική γιατί ο άνεμος την είχε στρέψει στην αντίθετη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) οι ίδιες έννοιες για ζητήματα που δεν έχουν σχέση με γεωγραφικό ή χωροταξικό προσανατολισμό και χαρακτηρίζουν κάποιον/κάτι που προκαλεί αντιπερισπασμούς ή αποπροσανατολίζει
- Ο δημοσιογράφος ήταν αποπροσανατολιστικός και δεν άφηνε κανέναν να μπει στην ουσία επειδή θα θιγόταν ο φίλος του υπουργός
- Συζητούσαμε μια χαρά μέχρι που άνοιξε το στόμα της η Μαρία που όπως ξέρεις λόγω βλακείας και πολυλογίας είναι απολύτως αποπροσανατολιστική
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποπροσανατολιστικός