↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπροσανατολιστικός η αποπροσανατολιστική το αποπροσανατολιστικό
      γενική του αποπροσανατολιστικού της αποπροσανατολιστικής του αποπροσανατολιστικού
    αιτιατική τον αποπροσανατολιστικό την αποπροσανατολιστική το αποπροσανατολιστικό
     κλητική αποπροσανατολιστικέ αποπροσανατολιστική αποπροσανατολιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπροσανατολιστικοί οι αποπροσανατολιστικές τα αποπροσανατολιστικά
      γενική των αποπροσανατολιστικών των αποπροσανατολιστικών των αποπροσανατολιστικών
    αιτιατική τους αποπροσανατολιστικούς τις αποπροσανατολιστικές τα αποπροσανατολιστικά
     κλητική αποπροσανατολιστικοί αποπροσανατολιστικές αποπροσανατολιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπροσανατολιστικός < αποπροσανατολίζ(ω) + -τικος ή εξέλιξη της μετοχής της καθαρεύουσας ἀποπροσανατολίζων

  Επίθετο

επεξεργασία

αποπροσανατολιστικός

  1. που αποπροσανατολίζει, οδηγεί επίτηδες ή κατά λάθος σε λανθασμένη κατεύθυνση, που κυριολεκτικά προσανατολίζει λαθεμένα
    • Η πινακίδα ήταν τελικά αποπροσανατολιστική γιατί ο άνεμος την είχε στρέψει στην αντίθετη κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) οι ίδιες έννοιες για ζητήματα που δεν έχουν σχέση με γεωγραφικό ή χωροταξικό προσανατολισμό και χαρακτηρίζουν κάποιον/κάτι που προκαλεί αντιπερισπασμούς ή αποπροσανατολίζει
    • Ο δημοσιογράφος ήταν αποπροσανατολιστικός και δεν άφηνε κανέναν να μπει στην ουσία επειδή θα θιγόταν ο φίλος του υπουργός
    • Συζητούσαμε μια χαρά μέχρι που άνοιξε το στόμα της η Μαρία που όπως ξέρεις λόγω βλακείας και πολυλογίας είναι απολύτως αποπροσανατολιστική

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία