déroutant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- déroutant < → δείτε τη λέξη dérouter
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déroutant | déroutants |
θηλυκό | déroutante | déroutantes |
déroutant (fr)
- παραπλανητικός, που θολώνει, που μπερδεύει κάποιον, που τον φέρνει σε δύσκολη θέση λόγω του απρόσμενου χαρακτήρα του, αποπροσανατολιστικός