Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dérouter
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
dérouter
(fr)
(
παρωχημένο
) απομακρύνω κάποιον από το δρόμο του,
εκτροχιάζω
αλλάζω το
δρομολόγιο
(
πλοίου
,
αεροπλάνου
...)
≈
συνώνυμα
:
détourner
μπερδεύω
,
θολώνω
,
παραπλανώ
κάποιον
≈
συνώνυμα
:
confondre
,
déconcerter
,
dépayser
,
leurrer
Συγγενικά
επεξεργασία
déroutage
déroutant
-
déroutante
déroute
déroutement