αποπροσανατολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπροσανατολισμός < αποπροσανατολίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorientation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπροσανατολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποπροσανατολίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπροσανατολισμός