↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπροσανατολισμένος η αποπροσανατολισμένη το αποπροσανατολισμένο
      γενική του αποπροσανατολισμένου της αποπροσανατολισμένης του αποπροσανατολισμένου
    αιτιατική τον αποπροσανατολισμένο την αποπροσανατολισμένη το αποπροσανατολισμένο
     κλητική αποπροσανατολισμένε αποπροσανατολισμένη αποπροσανατολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπροσανατολισμένοι οι αποπροσανατολισμένες τα αποπροσανατολισμένα
      γενική των αποπροσανατολισμένων των αποπροσανατολισμένων των αποπροσανατολισμένων
    αιτιατική τους αποπροσανατολισμένους τις αποπροσανατολισμένες τα αποπροσανατολισμένα
     κλητική αποπροσανατολισμένοι αποπροσανατολισμένες αποπροσανατολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπροσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπροσανατολίζω

αποπροσανατολισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποπροσανατολίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία