αποπροσανατολισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπροσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπροσανατολίζω
Μετοχή επεξεργασία
αποπροσανατολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποπροσανατολίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπροσανατολισμένος
|