συντονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντονιστικός < συντονιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυντονιστικός
- που έχει σχέση με συντονισμό, αναφέρεται ή αποσκοπεί σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντονιστικός
|
συντονιστικός
|