συντονιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντονιστής < συντονίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική syntonisateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντονιστής αρσενικό (θηλυκό (στο 1): συντονίστρια)
- αυτός που συντονίζει
- (ηλεκτρολογία) κατασκευή ή όργανο που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον συντονισμό κυκλώματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντονιστής