ασυντόνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασυντόνιστος
- (για μουσικό όργανο) που δεν έχει συντονιστεί, δεν κουρδίστηκε στον ίδιο τόνο
- (μτφ.) όχι συγχρονισμένος, συνδυασμένος με άλλον
- φαινόταν ότι ήταν αγχωμένος, γιατί έκανε συνέχεια ασυντόνιστες κινήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυντόνιστος