↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυντόνιστος η ασυντόνιστη το ασυντόνιστο
      γενική του ασυντόνιστου της ασυντόνιστης του ασυντόνιστου
    αιτιατική τον ασυντόνιστο την ασυντόνιστη το ασυντόνιστο
     κλητική ασυντόνιστε ασυντόνιστη ασυντόνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυντόνιστοι οι ασυντόνιστες τα ασυντόνιστα
      γενική των ασυντόνιστων των ασυντόνιστων των ασυντόνιστων
    αιτιατική τους ασυντόνιστους τις ασυντόνιστες τα ασυντόνιστα
     κλητική ασυντόνιστοι ασυντόνιστες ασυντόνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυντόνιστος < α- στερητ. + συντονίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυντόνιστος

  1. (για μουσικό όργανο) που δεν έχει συντονιστεί, δεν κουρδίστηκε στον ίδιο τόνο
  2. (μτφ.) όχι συγχρονισμένος, συνδυασμένος με άλλον
    φαινόταν ότι ήταν αγχωμένος, γιατί έκανε συνέχεια ασυντόνιστες κινήσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία