ορχηστρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαορχηστρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε μια ορχήστρα (σύνολο μουσικών οργάνων που εκτελούν μαζί ένα μουσικό έργο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορχηστρικός
ορχηστρικός, -ή, -ό