orchestral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαorchestral (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orchestral | orchestrals |
θηλυκό | orchestrale | orchestrales |
Επίθετο
επεξεργασίαorchestral (fr)
- ορχηστρικός; που ανήκει σε συμφωνική ορχήστρα