Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορχηστικός η ορχηστική το ορχηστικό
      γενική του ορχηστικού της ορχηστικής του ορχηστικού
    αιτιατική τον ορχηστικό την ορχηστική το ορχηστικό
     κλητική ορχηστικέ ορχηστική ορχηστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορχηστικοί οι ορχηστικές τα ορχηστικά
      γενική των ορχηστικών των ορχηστικών των ορχηστικών
    αιτιατική τους ορχηστικούς τις ορχηστικές τα ορχηστικά
     κλητική ορχηστικοί ορχηστικές ορχηστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχηστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ορχηστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία