オーケストラ
Ιαπωνικά (ja)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- オーケストラ < (άμεσο δάνειο) αγγλική orchestra < λατινική orchēstra < αρχαία ελληνική ὀρχήστρα) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «καραόκε», «ορχήστρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.