Ιαπωνικά (ja) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

カラオケ < (kara, άδειος) + オケ (oke) (< σύντμηση του オーケストラ (ōkesutora, ορχήστρα))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

カラオケ (ja) rōmaji: karaoke

Απόγονοι επεξεργασία

カラオケ (ιαπωνικά)

αγγλικά: karaoke
νέα ελληνικά: καραόκε

→ και δείτε  カラオケ#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό